- Μεσαύλιον
- Μεσαύλιοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσαύλιον — μεσαύλιον, τὸ (Α) μουσικό μέλος το οποίο παιζόταν με αυλό ανάμεσα στα χορικά άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + αὐλός] … Dictionary of Greek
μεσαύλιον — piece of flute music neut nom/voc/acc sg μεσαύλιος masc/fem acc sg μεσαύλιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαυλίου — μεσαύλιον piece of flute music neut gen sg μεσαύλιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαυλίῳ — μεσαύλιον piece of flute music neut dat sg μεσαύλιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαύλια — μεσαύλιον piece of flute music neut nom/voc/acc pl μεσαύλιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VESTIBULUM — an quod fores vestiantur, an quod aditum tectô Vestiat, ut Isidorus vult: an a ve et stando, quod in illo multum olim staretur, ut alii? Ovidio, l. 6. Fast. a Vesta videtur dictum, quia nimirum ignis, qui in Vestae erat potestate, in Vestibu o… … Hofmann J. Lexicon universale
μέσαβον — και μέσσαβον και μεσάβοιον και ποιητ. τ. μεσόβοιον, τὸ, και ως αρσ. στην ονομ. πληθ. μέσαβοι, oἱ (Α) δερμάτινο λουρί στο αλέτρι με το οποίο δενόταν ο ζυγός στον ρυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετο «εκ συναρπαγής» (δηλ. σχηματισμένο από… … Dictionary of Greek
μεσαύλιο — και μεσαύλι, το (ΑM μεσαύλιον) το μέσο τής αυλής νεοελλ. 1. αυλή στη μέση κτηρίων που αποτελούν τετράγωνο, εσωτερική αυλή 2. ανατ. το μεσοθωράκιο μσν. αυλή εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μεσαύλιος*] … Dictionary of Greek